Κι αν κυνήγησα το χρόνο να σε ξαναδώ συγνώμη
Μπερδεύω τις αναμνήσεις με τα όνειρα που έκανα μικρός
Και δε ξέρω αν ότι έζησα υπάρχει η είναι απλά μια ηλίθια σκέψη μπρος στην οθόνη
Το κεφάλι μου [?] για να αράξεις μα τα έπιπλα φθαρμένα
Καναπέδες ξεσκισμένοι από έρωτα σεντόνια ποτισμένα με ιδρώτα λερωμένα
Και ότι ζήσαμε σε μπουκάλια θαμμένα που ξεθάβω κάθε βράδυ που θέλω να θυμηθώ
Κάθε θολή νύχτα που πέφτω κάθε μέρα που ξυπνώ και δεν αντέχω το να υπάρχω
Κάθε γραπτό που με τραβάει προς το πάτωμα είμαι εντάξει
Παιδί του ωκεανού μέσα στη πόλη του πυρός
Κενός από ντροπή κλεισμένος και τι να πειράξει;
Εξάλλου μόνοι από την αρχή και η μοναξιά βάρεσε κόκαλο ας γίνουμε όλοι κόκαλο
Κανέναν να μη νοιάζει η εγκατάλειψη
Η βάρκα βούλιαξε κανένα περιθώριο για μας γυρνάω με ένα κόμπο στο στομάχι μοναξιάς
Με τρομάζει αυτός ο κόσμος και ο εαυτός μου ανίκανος να βγει από το σκότος
Περνάει τόσο γρήγορα ο χρόνος τρέχω για να προλάβω
Μα θα με χαρακτήριζαν δειλό ρε που συνήθως τη κάνω χωρίς να βγάλω κουβέντα
Στο κρύο ένα τσιγάρο λίγο αλκοόλ και μια κουβέρτα να ζεστάνω το τομάρι μου
Αγάπη μου το όνειρο για μας έχει χαθεί
Και αντίκρυ στη παράνοια βγαίνουμε πάντα χαμένοι και μισοί
Παίρνω όλο το βάρος από πάνω σου
Να χαμογελάς και ναι σαι σ’ όλα δυνατή
Πόσο γελοίο οι ψυχές μας στα δύο για να αντέξουμε
Μας βάρυναν οι νύχτες που πάλεψα να μη πέσουμε
Και να ‘μαστε οι αλήτες που δεν νοιάζονται
Που δε νιώθουνε τίποτα και για όλα αυθαδιάζουνε
Αλήθεια ποιος έκατσε να ακούσει για τους φόβους μας;
Τους λόγους που μας φτάσαν ως εδώ; τα ηλίθια μας όνειρα;
Θα φύγω μα θα χω μια ντροπή και έναν κλειστό πίσω
Για όταν ξαναγυρίσει η εγκατάλειψη
Μπουνιές πάνω σε τοίχους ξερατά πάνω σε στίχους η σε φίλους
Που δεν ήρθανε ποτέ γιατί δεν έγινα
Ότι θα θέλανε όλοι αυτοί
Αν ήμουνα καλά δε θα έγραφα ποτέ για το σιντι
Δε θέλω πισίνα μα κοπέλα με μπαλκόνι για να ρίξω βουτιά
Τίποτα δεν άλλαξε και ας μπήκα 19 δεν άνθισαν ποτέ
Τα δικά μου τα φυτά
Όσο κι αν ήπια δεν έγινα καλά
Ποιός το περίμενε;
Τους στίχους που έγραφα εγώ ζάντα ότι ο άλλος θα τους έβαζα μαλάκα μου λεζάντα
Και οι φρίκες μου σαν αυτοάνοσα δεν βρήκαν γιατρειά κι όλοι με ρωτάνε Χρήστο όλα καλά;
Σε όσους αξίζουνε χαμόγελο και μια βρισιά μετά έτσι για τη κυκλοθυμία
Έτσι γιατί εμείς θα αλλάζαμε την ιστορία
Μα τα παιδιά από τη πλατεία έχουνε ουλές στα χέρια τους όχι πτυχία
Η μάνα μου κρατάει μια κορνίζα για το πτυχίο την ώρα που εγώ βγάζω σπυριά
Σκεπτόμενος το τελευταίο αντίο και το κρύο που έφαγα χειμώνες να σε περιμένω
Μα ποτέ δε πέρασε το τρένο
Ιδρωμένα κορμιά που ενώνονται χορεύοντας
Τι μέρα είναι σήμερα μη με ρωτάς
Μα σίγουρα είναι χειρότερα από χθες
Ότι να ναι φλόου και τα ποιήματα γεμάτα με μπηχτές
Οι μέρες μας κενές και οι δευτέρες βαρετές
Όλα αυτά τα κλασσικά τα τυπικά
Όλα αυτά που πλέον ξέρετε αφού μάθατε το Χρήστο
Αλίμονο αν ένιωσες ποτέ σου ένα στίχο
Χρήστο κλείστο είπα μα ήτανε να μη το ανοίξω
Ανέβηκα στη ταράτσα για να με ρίξω
Και ήρθες και με έσωσες
Ποιός άλλος θα ‘παιρνε ατό το ρίσκο;
Χρήστο κλείστο